- τεφροδόχη
- η1) тех зольник; 2) погребальная урна
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τεφροδόχη — η, Ν τεφροδοχείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέφρα + δόχη (< δέχομαι), πρβλ. αμμο δόχη] … Dictionary of Greek
Συρακούσες — Όνομα δύο πόλεων, μια στην Ευρώπη και η άλλη στην Αμερική. 1. Πόλη της Σικελίας (ιταλ. Siracusa), πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (2.109 τ. χλμ., με 125.445 κατ.). Έδρα σημαντικών βιομηχανιών μεταλλουργίας, χημικών προϊόντων, τροφίμων και… … Dictionary of Greek
στέγος — (I) τὸ, Α 1. στέγη, σκεπή («πᾱν δ ἐρείψιμον στέγος βεβλημένον πρὸς οὖδας ἐξ ἄκρων σταθμῶν», Ευρ.) 2. κατοικία, οικοδόμημα 3. πρόδομος οικοδομήματος 4. τάφος 5. κάλπη, τεφροδόχη 6. πορνείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στεγ τού στέγω* + κατάλ. ουδ. ος. Ο τ.… … Dictionary of Greek
υδρία — Πήλινο αγγείο με πλατύγυρο λαιμό και βάση και με τρεις λαβές. Πρωτοεμφανίζεται στους προϊστορικούς χρόνους, εξελίσσεται στους γεωμετρικούς (κυρίως στην Αττική και Βοιωτία) και τελειοποιείται τον 6o αιώνα π.Χ., την εποχή των Πεισιστρατιδών.… … Dictionary of Greek